- τρίμοιρος
- τρῐμοιρ-ος, ον,A threefold, triple,
χλαῖνα A.Ag.872
; three parts to one, Antyll. ap. Orib.10.13.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαῖνα A.Ag.872
; three parts to one, Antyll. ap. Orib.10.13.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίμοιρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῑναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δί μοιρος] … Dictionary of Greek
τρίμοιρον — τρίμοιρος threefold masc/fem acc sg τρίμοιρος threefold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] … Dictionary of Greek
τριμοιρία — ἡ, Α [τρίμοιρος] 1. τριπλός μισθός 2. τόξο τριών μοιρών … Dictionary of Greek
τριμοιρίτης — ὁ, Α αυτός που λαμβάνει τρία μερίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμοιρος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
τριμοιριαίος — αία, ον, Α αυτός που συμποσούται σε τρία τέταρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμοιρος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τριμοιρώ — έω, Μ [τρίμοιρος] περιορίζω στο ένα τρίτο … Dictionary of Greek